- γυναικόμορφος
- -η, -οαυτός που έχει γυναικεία μορφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυναικόμορφος — η, ο (AM γυναικόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή γυναίκας, αυτός που μοιάζει με γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μορφος < μορφή (πρβλ. θηλύμορφος, ιππόμορφος)] … Dictionary of Greek
γυναικόμορφον — γυναικόμορφος in woman s shape masc/fem acc sg γυναικόμορφος in woman s shape neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικομόρφους — γυναικόμορφος in woman s shape masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικόμορφε — γυναικόμορφος in woman s shape masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικόμορφοι — γυναικόμορφος in woman s shape masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραόμορφος — ο αυτός που μοιάζει με γριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + μορφος < μορφή (πρβλ. άμορφος, γυναικόμορφος, δύσμορφος). Η λ. γραόμορφος μαρτυρείται από το 1880 στον Φλοξ (ψευδώνυμο τού Ιωάννη Καμπούρογλου)] … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek